- εκφυλιστικός
- η , ό[ν]1) вырождающийся; деградирующий; дегенеративный; 2) способствующий вырождению, деградации, дегенерации; 3) относящийся к вырождению, деградации, дегенерации
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκφυλιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει, συντελεί ή ταιριάζει στον εκφυλισμό, προκαλεί εκφυλισμό … Dictionary of Greek
εκφυλιστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που συντελεί στον εκφυλισμό, που τον προκαλεί. 2. που έχει χαρακτηριστικά εκφύλισης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)